ληνός

ληνός
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου.
* * *
ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός)
μικρό κτίσμα σαν δεξαμενή ή μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, μέσα στο οποίο πατιούνται τα σταφύλια για να βγει ο χυμός, το πατητήρι
νεοελλ.-αρχ.
φρ. ανατ. «ληνὸς τοῡ Ἡροφίλου» — η συμβολή τού οβελιαίου με τον εγκάρσιο κόλπο τού εγκεφάλου, η οποία αντιστοιχεί στο έσω ινιακό όγκωμα
αρχ.
1. συνεκδ. τα σταφύλια που πατιούνται στον ληνό
2. καθετί που έχει σχήμα κάδου ή σκάφης, όπως η ποτίστρα τών ζώων, η σκάφη τού ζυμώματος κ.λπ.
3. δεξαμενή, στέρνα
4. όρυγμα στη γη για το πάτημα τών σταφυλιών
5. το μέρος που υποδέχεται τον ιστό τού πλοίου, ιστοθήκη, ιστοπέδη
6. νεκροθήκη, φέρετρο
7. τμήμα τού εγκεφάλου, ίσως ο «ληνός τού Ηροφίλου»
8. (κατά το λεξ. Σούδα) «ληνὸς καὶ προλήνιον, αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβίδ»
9. στον πληθ. αἱ ληνοί
α) το κατώτερο μέρος τής μύτης
β) (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί
σοροί, πύελοι, καὶ τῶν ἁρματείων δίφρων αἱ κοιλότητες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.
ΠΑΡ. αρχ. ληναίος, ληνιαίος, ληνίδιον, ληνίς (II), ληνών
μσν.
ληνεών νεοελλ. ληνιάτικο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ληνοπατώ, ληνοποιός
αρχ.-μσν.
ληνοβάτης
μσν.
ληνοβατικώς, λινόπιθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ληνός — anything shaped like a tub masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῆνος — wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήνος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * λῆνος, τὸ (Α) 1. έριο, μαλλί 2. δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • ληνός — ο το πατητήρι των σταφυλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληνοῖς — ληνός anything shaped like a tub masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοί — ληνός anything shaped like a tub masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοῦ — ληνός anything shaped like a tub masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνούς — ληνός anything shaped like a tub masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνῷ — ληνός anything shaped like a tub masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνόν — ληνός anything shaped like a tub masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”